- ἐξεπέμπετο
- ἐκπέμπωsend outimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξεπέμπετ' — ἐξεπέμπετο , ἐκπέμπω send out imperf ind mp 3rd sg ἐξεπέμπετε , ἐκπέμπω send out imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτός — ή, όν, Α [στενάζω] 1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.) 2. στενακτικός … Dictionary of Greek